- κοπελίτσα
- η (Μ κοπελλίτσα) [κοπέλα]μικρή κοπέλα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-ίτσα — υποκορ. κατάλ. τής Νέας Ελληνικής, η οποία πιθανόν να σχηματίστηκε αναλογικά προς την υποκορ. κατάλ. μσν. ουδ. σε ίτσιν ίκι(ο)ν, ουδ. τής ίκιος, με τσιτακισμό (δηλ. τροπή τού κ σε τσ προ φωνήεντος ι , όπως αστρ ίκιν, αστρ ίτσιν). Για τις… … Dictionary of Greek
θυγάτριον — θυγάτριον, τὸ (ΑΜ) μικρή θυγατέρα, κορούλα μσν. νέα κοπέλα, κοριτσάκι, κοπελίτσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. θυγατρ τού θυγάτηρ (πρβλ. γεν. θυγατρ ός, δοτ. θυγατρ ί) + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. κοράσ ιον, παιδ ίον)] … Dictionary of Greek
κοπελλίτσα — η βλ. κοπελίτσα … Dictionary of Greek
κοπελούδα — και κοπελούλα, η (Μ κοπελούδα) μικρή κοπέλα, μικρό κορίτσι, κοπελίτσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοπέλα + υποκορ. κατάλ. ούδα (πρβλ. πλεξ ούδα)] … Dictionary of Greek
κοπελούδι — το κοπελούδα, κοπελίτσα, μικρό κορίτσι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοπέλα + υποκορ. κατάλ. ούδι (πρβλ. αγγελ ούδι, μαθητ ούδι)] … Dictionary of Greek
κορίσκιον — κορίσκιον, τὸ (Α) κοριτσάκι, κοράσιο, κοπελίτσα («παιδίσκη, κόριον, κόρη, κορίσκιον», Πολύδ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < κορ ίσκη (υποκορ. τού κόρη) + υποκορ. κατάλ. ιον] … Dictionary of Greek
κορασίδιον — κορασίδιον, τὸ (Α) μικρή κόρη, κοπελίτσα, κοριτσάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κορασίς, ίδ ος + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. ομμάτ ιον, πόδ ιον)] … Dictionary of Greek
κορασιδοπούλα — η (Μ κορασιδοπούλα) κοριτσάκι, κοπελίτσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κορασίς, ίδ ος + πούλα, θηλ. τού πουλος (< λατ. pullus), πρβλ. αρχοντο πούλα, βασιλο πούλα] … Dictionary of Greek
κορασοπούλα — η (Μ κορασοπούλα) κοριτσάκι, κοπελίτσα μσν. ακόλουθος, θεραπαινίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοράσιον + πούλα, θηλ. τού πουλος (< λατ. pullus), πρβλ. ελληνο πούλα, πριγκιπο πούλα] … Dictionary of Greek
Μάλκολμ — (Malcolm). Όνομα βασιλιάδων της Σκοτίας. 1. Μ. A’ (10ος αι.). Βασιλιάς της Άλμπα (943 954). Ο βασιλιάς των Αγγλοσαξόνων Εδμόνδος τού παραχώρησε την Κουμβρία το 946. Ο Μ. σκοτώθηκε πολεμώντας εναντίον των κατοίκων των Υψιπέδων (Highlands)) του… … Dictionary of Greek